ανταμείβω

ανταμείβω
(Α ἀνταμείβομαι)
νεοελλ.
αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε
αρχ.
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. ανταποδίδω τα ίσα
3. αποκρίνομαι, απαντώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανταμείβω — ανταμείβω, αντάμειψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανταμείβω — αντάμειψα, ανταποδίδω, πληρώνω: Η επιχείρηση που εργαζόταν τον αντάμειψε για την εργατικότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαντιμεύω — ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αντιμενω «ανταμείβω, ανταποδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αντιμεύω — (Μ ἀντιμεύω) ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταμείβω, με αποκατάσταση της πρόθεσης αντί στη θέση του αντα(μείβω), που θα πρέπει να έγινε όταν είχε ήδη δημιουργηθεί ο μεταπλασμένος τ. ανταμεύω, ο οποίος δεν έδινε την αίσθηση… …   Dictionary of Greek

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • αντιδωρούμαι — ἀντιδωροῡμαι ( έομαι) (AM) [αντίδωρον] 1. ανταποδίδω δωρεά 2. ανταμείβω …   Dictionary of Greek

  • αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • βραβεύω — (AM βραβεύω) [βραβεύς] απονέμω βραβείο, ανταμείβω αρχ. 1. κρίνω, αποφασίζω για κάτι 2. διευθύνω, τακτοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”